- μονόπωλος
- μονόπωλος, -ον (Α)αυτός που έχει έναν μόνο πώλο*, που οδηγείται ή σύρεται από ένα μόνο άλογο («τὰν πρὸς ἑσπέραν κέλευθον οὐρανοῡ προσαρμόσασα μονόπωλον ἐς Ἀῶ», Ευ p.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + πῶλος «νεαρό άλογο»].
Dictionary of Greek. 2013.